προσδέκομαι

προσδέκομαι
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”